λιθηλογής

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθηλογής Medium diacritics: λιθηλογής Low diacritics: λιθηλογής Capitals: ΛΙΘΗΛΟΓΗΣ
Transliteration A: lithēlogḗs Transliteration B: lithēlogēs Transliteration C: lithilogis Beta Code: liqhlogh/s

English (LSJ)

λιθηλογές, (λέγω (B) 1) built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].

Greek Monotonic

λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐθη-λογής, ές [λέγω2]
built of stones, Anth.