λίχνευμα

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a dainty, delicacy, Sophr.24.

German (Pape)

[Seite 55] τό, Leckerei, leckeres Essen, Sophron bei Ath. III, 86 d.

Greek (Liddell-Scott)

λίχνευμα: τό, ὀρεκτικὸν φαγητόν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε.

Greek Monolingual

το (Α λίχνευμα) λιχνεύω
ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές.