λειχουδιά

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

και λιχουδιά, η λειχούδης
1. η ιδιότητα του λειχούδη, η μεγάλη επιθυμία φαγητών, ιδίως εκλεκτών
2. ιδίως στον πληθ.) οι λειχουδιές
εκλεκτά φαγητά ή γλυκίσματα, φαγώσιμα που διεγείρουν την όρεξη, που προκαλούν τη λαιμαργία.