λοξόβαμος: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.
λοξόβαμος, -ον (Α)λοξοβάμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βαμος (< βαίνω) (πρβλ. παλίμ-βαμος, χορταιό-βαμος)].