λογώδης

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ες,

   A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M.    II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.

Greek (Liddell-Scott)

λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.

Greek Monolingual

λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.