λινέλαιο
Greek Monolingual
το (AM λινέλαιον Μ και λινέλιν)
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη τών σπερμάτων του λιναριού και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων, κν. λιναρόλαδο.
το (AM λινέλαιον Μ και λινέλιν)
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη τών σπερμάτων του λιναριού και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων, κν. λιναρόλαδο.