λινέλαιο

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM λινέλαιον Μ και λινέλιν)
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη τών σπερμάτων του λιναριού και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων, κν. λιναρόλαδο.