λοξοδρόμος: -ον, τρέχων λοξῶς, πλαγίως, Πισίδ.
λοξοδρόμος, -ον (Μ) αυτός που τρέχει λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. ιστιο-δρόμος, κοσμο-δρόμος)].