λοξοδρομώ

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω και -άω
1. προχωρώ λοξά εκτρεπόμενος από την ευθεία
2. παραστρατώ, παίρνω τον κακό δρόμο
3. ναυτ. πλέω κατά λοξοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν του F. D. Deheque].