λοξονοῶ, -έω (Μ)έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατα-νοώ, ομο-νοώ)].