λοξονοώ

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

λοξονοῶ, -έω (Μ)
έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατανοώ, ομονοώ)].