μαγειρίσκος

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ὁ, Dim. of μάγειρος, Ath.7.292e.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγειρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μάγειρος, Ἀθήν. 292Ε.

Greek Monolingual

μαγειρίσκος, ὁ (Α) μάγειρος
υποκορ. του μάγειρος, ως επωνυμία σοφιστών («ἄλλος σοφιστὴς μαγειρίσκος τάδε λέγει», Αθήν.).