μαγειρειά
Greek Monolingual
και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) μαγειρεύω
μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό
νεοελλ.
η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια»)
νεοελλ.-μσν.
το περιεχόμενο ενός μαγειρικού σκεύους, το παρασκευασμένο φαγητό.