μαγνητόμετρο

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
συσκευή που προορίζεται για τη μέτρηση ενός μαγνητικού πεδίου ή μαγνητικής ροπής με τη βοήθεια μαγνητικής βελόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].