λυχνέλαιον
English (LSJ)
τό,
A lamp-oil, Alex.Trall.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνέλαιον: τό, ἔλαιον διὰ λύχνον, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 2.
Greek Monolingual
λυχνέλαιον, τὸ (Α)
λάδι για λύχνο.
τό,
A lamp-oil, Alex.Trall.1.1.
λυχνέλαιον: τό, ἔλαιον διὰ λύχνον, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 2.
λυχνέλαιον, τὸ (Α)
λάδι για λύχνο.