λωβώ

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
λωβῶ, -όω (AM) λώβα
μσν.
μέσ. λωβοῡμαι, -όομαι
προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός
αρχ.
(για τη λέπρα) ακρωτηριάζω.———————— (II)
λωβῶ, -άω και -έω (Α)
βλ. λωβῶμαι.