(I)λωβῶ, -όω (AM) λώβαμσν.μέσ. λωβοῡμαι, -όομαιπροσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρόςαρχ.(για τη λέπρα) ακρωτηριάζω.———————— (II)λωβῶ, -άω και -έω (Α)βλ. λωβῶμαι.