μάλβαξ

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A = μαλάχη, Luc.Alex. 25.

German (Pape)

[Seite 89] ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.

Greek (Liddell-Scott)

μάλβαξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 25.

French (Bailly abrégé)

ακος (genre inconnu);
c. μαλάχη.

Greek Monolingual

μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)
η μαλάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].