μαλάχη
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ,
A mallow, Malva silvestris, Hes.Op.41, Batr.161, Pherecr.131.1 (pl.), Thphr.HP7.7.2,7.8.1, Mosch.3.99, etc.; σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ar.Pl.544:—also μολόχη, μολάχη Epich.153, Antiph.158, Dsc.2.118 (cod. F).
2 μαλάχη ἀγρία = ἀλθαία 1, Thphr.HP9.15.5, Ps.-Dsc.3.146.
3 μαλάχη κηπευτή, δενδρομαλάχη = tree mallow, Lavatera arborea, Dsc.2.118, cf. Gal.6.628; μαλάχη ἀποδενδρουμένη Thphr. HP1.3.2; ἄνθρακες μαλάχης Xenocr. ap. Orib.2.58.48. (Perh. fr. μαλάσσω, because of its laxative properties, cf. Dsc. l.c., Plin.HN20.221; the relation to Lat. malva, Engl. mallow is uncertain.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mauve, plante, etc.
Étymologie: p. *μαλάχϜη, de μαλάσσω ; cf. lat. malva, p. *malcva.
German (Pape)
ἡ (μαλάσσω, wahrscheinlich von ihren weichen, wolligen Stengeln, od. nach Anderen von ihrer die Eingeweide erweichenden Kraft, als leicht verdaulich), die Malve, Hes. O. 42, Ar. Plut. 544 und sonst; von den Armen bes. als wohlfeiles Nahrungsmittel gegessen, vgl. Ath. II.58d, wo auch eine andere Schreibart μολόχη erwähnt ist und von ihrer diätetischen Kraft gesprochen wird.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλάχη: (λᾰ) ἡ бот. мальва Batr., Hes., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλάχη: [λᾰ], ἡ, «μολόχα», Λατ. malva, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41, Βατραχομυομ. 161, Μόσχ. 3. 106, κτλ.· - βοτάνη χρησιμεύουσα ὡς τροφή, μάλιστα τῶν πτωχῶν· σιτεῖσθαι ἀντὶ μὲν ἄρτων μαλάχης πτόρθους Ἀριστοφ. Πλ. 544· - φέρεται καὶ μολόχη, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχ. καὶ Ἀντιφ. παρ’ Ἀθην. 58D. (Ἴσως ἐκ τοῦ μαλάσσω, ἕνεκα τῆς μαλακτικῆς αὐτῆς δυνάμεως, Διοσκ. 2. 144, Plin. N. H. 20. 21).
Greek Monolingual
η (Α μαλάχη)
το φυτό μολόχα
αρχ.
φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» — το φυτό αλθαία
β) «μαλάχη η κηπευτή» — το φυτό λαβατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ' επίδραση του μαλακός. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. mallūsh και με γεωργ. malokhi. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το ρ. μαλάσσω, λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται προφανώς σε λαϊκή ετυμολογία. Η ποικιλία του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (πρβλ. μολόχα)].
Greek Monotonic
μᾰλάχη: [λᾰ], ἡ, το φυτό μολόχα, Λατ. malva, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: mallow; on the vocalisation (assimilation?) Solmsen KZ 37, 16 f. (Hes.)
Other forms: also μολόχη (Epich. a. Antiph. ap. Ath. 2, 58d, SIG 1172,8 u.a.), μολάχη (Vaseinscr., Napels). μάλβακα acc. (Orac. ap. Luc. Alex. 25) points to *μαλϜακ/χ-.
Derivatives: μαλάχιον (Ar. Fr. 320, 10), μολόχιον (Clem. Al.) female neck-ornament (also μάλακιον [Poll., H.] after μαλακός); μαλάχιος ἰχθῦς ποιός H.; after the colour (Strömberg Fischnamen 25); μολοχίτης (v.l. -τις) mallow-coloured stone (Plin., Isid.; Redard 57); μολόχινος made from mallow-threads, mallow-coloured (Peripl. M. Rubr.), μολόχινα n. pl. mallowclothes (ibd.) > Lat. molochina f. - Cret. GN ἐμ Μολοχᾶντι (Nom. *Μολοχᾶς; Schwyzer 528).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With Lat. malva (from where Malve etc.) from a Mediterranean language; since long compared with Hebr. mallūaḥ name of a growth like salade; here also Georg. balba? Further, less certain connections in W.-Hofmann s.v.; s. also Cocco Arch. glottol. it. 40, 16ff. - The hapax μάλβαξ (Luc. Alex. 25 μάλβακα acc.), which Solmsen KZ 38, 447 adduced, of which the similarity with malva is remarkable, proves that the word is Pre-Greek; so the word was taken by Pre-Greek from Semitic.
Middle Liddell
μᾰλᾰ́χη, ἡ, [from μᾰλάσσω]
mallow, Lat. malva, Hes., Ar., etc.
Frisk Etymology German
μαλάχη: (seit Hes.),
{malákhē}
Forms: auch μολόχη (Epich. u. Antiph. ap. Ath. 2, 58d, SIG 1172,8 u.a.), μολάχη (Vaseninschr., Neapel)
Grammar: f.
Meaning: Malve; unsichere Hypothese über die Vokalisation (Assimilation?) bei Solmsen KZ 37, 16 f.
Derivative: Davon μαλάχιον (Ar. Fr. 320, 10), μολόχιον (Clem. Al.) weiblicher Halsschmuck (auch μάλακιον [Poll., H.] nach μαλακός); μαλάχιος· ἰχθῦς ποιός H.; nach der Farbe (Strömberg Fischnamen 25); μολοχίτης (v.l. -τις) malvenfarbiger Stein (Plin., Isid.; Redard 57); μολόχινος aus Malvenfasern gemacht, malvenfarbig (Peripl. M. Rubr. u. a.), μολόχινα n. pl. Malvenkleider (ebd.) > lat. molochina f. — Kret. ON ἐμ Μολοχᾶντι (Nom. *Μολοχᾶς; Schwyzer 528).
Etymology: Samt lat. malva (woraus Malve usw.) aus einer Mittelmeersprache entlehnt; schon lange mit hebr. mallūaḥ Ben. eines salatähnlichen Gewächses verglichen; hierher noch georg. balba? Weitere, noch unsicherere Anknüpfungen bei W. -Hofmann s.v., wo auch reiche Lit.; dazu noch Cocco Arch. glottol. it. 40, 16ff. — Das einmalige μάλβαξ (Luk. Alex. 25 μάλβακα Akk.), das von Solmsen KZ 38, 447 beanstandet wurde, dessen Ähnlichkeit mit malva (und mallūaḥ) indessen auffällt, will v. Windekens Ling. Posn. 7, 51 aus dem Pelasgischen herleiten. Abzulehnen Carnoy REGr. 69, 287.
Page 2,166
Wikipedia EL
Η μολόχα (επιστ. Μαλάχη η άγρια, Malva sylvestris) είναι το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο φυτό σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου και σε πολλά ακόμα μέρη. Αναπτύσσεται από την παράκτια ζώνη μέχρι αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Η μολόχα έχει πυκνό φύλλωμα, με φύλλα παλαμοσχιδή και άνθη κυρίως ρόδινα, που φύονται από τον βλαστό. Η περίοδος ανθοφορίας της περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το ξεκίνημα του καλοκαιριού.
Wikipedia EN
Malva sylvestris is a species of the mallow genus Malva in the family of Malvaceae and is considered to be the type species for the genus. Known as common mallow to English-speaking Europeans, it acquired the common names of cheeses, high mallow and tall mallow (mauve des bois by the French) as it migrated from its native home in Western Europe, North Africa and Asia through the English-speaking world.
M. sylvestris is a vigorous plant with showy flowers of bright mauve-purple, with dark veins, standing 3–4 feet (0.91–1.22 m) high and growing freely in meadows, hedgerows and in fallow fields.
Mantoulidis Etymological
(=τό φυτό μολόχα). Ἴσως ἀπό τό μαλάσσω, ἐπειδή τό φυτό αὐτό ἔχει μαλακτικές ἰδιότητες. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό μαλάσσω.
Translations
mallow
Adyghe: абэдзэкъуай; Albanian: mëllagë; Arabic: خُبَازَى; Armenian: փիփերթ; Azerbaijani: əməköməci; Bulgarian: слез; Catalan: malva; Chinese Mandarin: 錦葵/锦葵; Czech: sléz; Dutch: kaasjeskruid; Esperanto: malvo; Finnish: malva; French: mauve; Friulian: malve; Galician: malva; Georgian: ბალბა; German: Malve; Greek: μολόχα; Ancient Greek: μάλβαξ, μολόχη, μολάχη, μαλάχη; Hebrew: חלמית; Hungarian: papsajt; Ido: malvo; Italian: malva; Japanese: 葵; Kazakh: құлқайыр; Korean: 동규자; Latin: malva; Lithuanian: dedešva; Maori: marou; Middle English: malwe; Norman: p'tite mauve; Norwegian Bokmål: kattostfamilien; Occitan: malva; Old English: cottuc, mealwe; Persian: ورتاج, پنیرک; Polish: ślaz; Pontic Greek: μολόχ̌ι; Portuguese: malva; Romanian: nalbă; Russian: мальва; Sardinian: narba, mafra, marma, màrmara; Serbo-Croatian: slez; Sicilian: marva, màliva; Slovene: slezenovec; Spanish: malva; Swedish: malva; Tagalog: padurut; Turkish: ebegümeci; Ukrainian: мальва; Upper Sorbian: šlěz; Venetian: nalba; Welsh: hocys, malw