(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλοκλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνωνεοελλ.περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.