μανταλώνω

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλο
κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω
νεοελλ.
περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.