μαρμαρουργός

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ὁ,

   A marble-mason, Tz.H.9.131.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ εἰς μάρμαρα ἐργαζόμενος, Τζέτζ. Ἱστ. 9.131.

Greek Monolingual

μαρμαρουργός, o (Μ)
μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς.