μαρμαράς

Greek Monolingual

ο (Μ μαρμαράς) μάρμαρο
νεοελλ.
1. αυτός που κατεργάζεται ή πουλάει μάρμαρα ή αυτός που ασχολείται με μάρμαρα, μαρμαρογλύφος
2. αυτός που τοποθετεί μαρμάρινα μέρη σε οικοδομές
3. ως κύρ. όν. ο Μαρμαράς
α) θαλάσσια περιοχή και οικισμός στην Προποντίδα
β) κοινή ονομασία της Προκοννήσου της Προποντίδας
4. φρ. «Θάλασσα του Μαρμαρά» — η Προποντίδα
μσν.
ο λιθοξόος.