μασόνος
Greek Monolingual
ο
1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος
2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις
β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»].
ο
1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος
2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις
β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»].