μασόνος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος
2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις
β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»].