μαστόδετον

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

τό,

   A breast-band, AP6.201 (pl., Marc. Arg.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστόδετον: τό, στηθόδεσμος, Ἀνθ. Π. 6. 201.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bandelette pour soutenir la gorge des femmes, soutien-gorge.
Étymologie: μαστός, δέω¹.

Greek Monolingual

μαστόδετον, τὸ (Α)
ο στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)].