μαστόδετον
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
τό, breast-band, AP6.201 (pl., Marc. Arg.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bandelette pour soutenir la gorge des femmes, soutien-gorge.
Étymologie: μαστός, δέω¹.
German (Pape)
τό, die Brustbinde der Frauen, M.Arg. 20 (VI.201).
Russian (Dvoretsky)
μαστόδετον: τό женская грудная повязка Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μαστόδετον: τό, στηθόδεσμος, Ἀνθ. Π. 6. 201.
Greek Monolingual
μαστόδετον, τὸ (Α)
ο στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)].
Greek Monotonic
μαστόδετον: τό (δέω), στηθόδεσμος, σε Ανθ.