ματαιοβουλία
Greek (Liddell-Scott)
ματαιοβουλία: ἡ, ματαία, μωρὰ βουλή, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ μεταιβολία, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
ματαιοβουλία ἡ (Α) ματαιόβουλος
η μάταιη, η ανόητη σκέψη.
ματαιοβουλία: ἡ, ματαία, μωρὰ βουλή, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ μεταιβολία, ἴδε τὴν λέξιν.
ματαιοβουλία ἡ (Α) ματαιόβουλος
η μάταιη, η ανόητη σκέψη.