μάτρυλλος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ὁ, fem. μάτρυλλα, ἡ,

   A pimp, Phryn.PSp.84B., Eust. 380.5.

German (Pape)

[Seite 101] = μαστροπός, B. A. 48.

Greek Monolingual

μάτρυλλος, ὁ (Α)
ο προαγωγός, ο μαστροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάτρυλλα με αλλαγή γένους].