ὁ, fem. μάτρυλλα, ἡ,
A pimp, Phryn.PSp.84B., Eust. 380.5.
[Seite 101] = μαστροπός, B. A. 48.
μάτρυλλος, ὁ (Α)ο προαγωγός, ο μαστροπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάτρυλλα με αλλαγή γένους].