μεγαλοκλεής

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ές,

   A glorious, B.7.49, Lyr.Adesp.Oxy.860 (a).10.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλοκλεής: -ές, ὁ μέγα κλέος ἔχων, μεγακλεής, Βακχυλ. VII, 49, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

μεγαλοκλεής, -ές (Α)
ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ-κλεής].