μειλιχιότητα
Greek Monolingual
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.