μελάμπρῳρος, -ον (Α)(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί-πρωρος, κυανό-πρωρος)].