μειζονότης

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A greater magnitude, Iamb.VP26.115, in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 115] ητος, ἡ, das Größersein, bes. die größere Zahl, Mehrheit, Ggstz ἐλαττονότης, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μειζονότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ μείζονος, ἡ κατὰ ποσὸν ὑπεροχή, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 115.

Greek Monolingual

μειζονότης, -ητος, ἡ (Α) μείζων
η κατά ποσόν υπεροχή.