ἐλαττονότης

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαττονότης Medium diacritics: ἐλαττονότης Low diacritics: ελαττονότης Capitals: ΕΛΑΤΤΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: elattonótēs Transliteration B: elattonotēs Transliteration C: elattonotis Beta Code: e)lattono/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 790] ητος, ἡ, das Kleinersein, Wenigersein, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαττονότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ ἐλάττων, ἀντίθετον τῷ μειζονότης, Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.

Greek Monolingual

ἐλαττονότης, η (Α)
το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο.