μεγαλότιμος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A greatly honoured, PMag.Leid.W.14.22, Pap.in Sitzb.Heidelb.Akad.1923(2).18; gloss on ἐρίτιμος, Hsch., EM374.55. Adv. -μως D.L.8.88.

German (Pape)

[Seite 107] von großem Preise, Werthe, hochgeehrt, VLL. als Erkl. von ἐρίτιμος. – Adv., D. Sic. 8, 88.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλότῑμος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐρίτιμον. ― Ἐπίρρ. μεγαλοτίμως, μετὰ μεγάλης τιμῆς, Διογ. Λ. 8. 88.

Spanish

grandemente honrado, que recibe gran honra

Greek Monolingual

μεγαλότιμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη αξία.
επίρρ...
μεγαλοτίμως (Α)
με μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τιμή (πρβλ. υψηλό-τιμος)].