μελάγχυλος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχῡλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα χυλόν, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt: Mss. τ. 2, σ. 182.

Greek Monolingual

μελάγχυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ-χυλος, ολιγό-χυλος)].