μελανοποιός

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

όν,

   A blackening, Hsch. s.v. μελαινάων.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz machend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοποιός: -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.

Greek Monolingual

μελανοποιός, -όν (Α) μέλας, -ανος]
γλώσσα του Ησύχ. στη λ. μελαινάων) αυτός που καθιστά κάτι μαύρο, που μαυρίζει κάτι.