μεγαλειότατος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος υπερθετικός τ. του επιθ. μεγαλείος].