μελεοπαθής

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ές,

   A having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.

Greek (Liddell-Scott)

μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.

Greek Monolingual

μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].