μεσοπύργιον

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

τό,

   A wall between two towers, curtain, Ph.Bel.83.12 (pl.), Plb.9.41.1, D.S.17.24.

German (Pape)

[Seite 139] τό, Raum zwischen zwei Thürmen, Pol. 9, 81 D. Sic. 17, 24, vgl. μεταπύργιον.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπύργιον: τό, τὸ τεῖχος τὸ μεταξὺ δύο πύργων, Πολύβ. 9. 41, 1, Διόδ. 17. 24.

Greek Monolingual

μεσοπύργιον, τὸ (Α)
το τείχος μεταξύ δύο πύργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πύργος (πρβλ. προ-πύργιον)].