μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῡμαι)μέσ. μεταγεννῶμαι και μεταγεννοῡμαιξαναγεννιέμαιμσν.αλλάζω, μεταβάλλομαιαρχ.δίνω νέα ζωή σε κάτι, ξανανιώνω, αναγεννώ, αναζωογονώ κάτι («μεταποιεῑ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», Ιώσ.).