μετατύπωση

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετατύπωσις) μετατυπώνω
νεοελλ.
τύπωση εκ νέου, ανατύπωση
μσν.
γραμμ. ανάλυση σύνθετης λέξης στα συνθετικά που τήν απαρτίζουν, λ.χ. ἀκρόπολις: ἄκρα πόλις
αρχ.
1. (γενικά) μεταμόρφωση, μετασχηματισμός
2. γραμμ. μεταβολή γραφής.