μετατύπωση
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετατύπωσις) μετατυπώνω
νεοελλ.
τύπωση εκ νέου, ανατύπωση
μσν.
γραμμ. ανάλυση σύνθετης λέξης στα συνθετικά που τήν απαρτίζουν, λ.χ. ἀκρόπολις: ἄκρα πόλις
αρχ.
1. (γενικά) μεταμόρφωση, μετασχηματισμός
2. γραμμ. μεταβολή γραφής.