μετατυπώνω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατυπῶ, -όω, Μ και ματατυπώνω)
νεοελλ.-μσν.
τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω
αρχ.
1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου
2. μεταβάλλω τη γραφή
3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω.