μεταλλαγωγός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυλάκι από ειδική άμμο ή πυρίμαχα υλικά μέσα στο οποίο ρέει το λειωμένο μέταλλο από τη βάση της υψικαμίνου μέχρι τα καλούπια, όπου στερεοποιείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + ἀγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].