μεταλέγω
Greek (Liddell-Scott)
μεταλέγω: ἐπαναλαμβάνω, λέξις ἐκ παλαιῶν Γλωσσαρίων, ἣν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Γαλλικοῦ répéter παρέθηκεν ὁ Κοραῆς. Ἴδε τὰ μετὰ θάνατον αὐτοῦ εὑρεθέντα συγγρ. τ. Α΄, σ. 299. ― Οὐσ. μετάλεξις αὐτόθι.
Greek Monolingual
και ματαλέγω (ΑM μεταλέγω, Μ και ματαλέγω)
επαναλαμβάνω, ξαναλέω.