μεταλέγω

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μεταλέγω: ἐπαναλαμβάνω, λέξις ἐκ παλαιῶν Γλωσσαρίων, ἣν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Γαλλικοῦ répéter παρέθηκεν ὁ Κοραῆς. Ἴδε τὰ μετὰ θάνατον αὐτοῦ εὑρεθέντα συγγρ. τ. Α΄, σ. 299. ― Οὐσ. μετάλεξις αὐτόθι.

Greek Monolingual

και ματαλέγω (ΑM μεταλέγω, Μ και ματαλέγω)
επαναλαμβάνω, ξαναλέω.