μήδιον

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

τό, a plant,

   A Campanula lingulata, Dsc.4.18:—written μήδειον, Zopyr. ap. Orib.14.16.2, etc.; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 171] τό, ein Kraut, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήδιον: τό, φυτόν τι, ἴσως campanula, Διοσκ. 4. 18.

Greek Monolingual

μήδιον και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)
είδος φυτού, ίσως η μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το μήδιος, ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η υπόθεση ότι και οι δύο τύποι μήδιον και μήδιος συνδέονται με το Μῆδος].