A worship the Mother of the gods, Poll.3.11.
[Seite 179] = μητραγυρτέω, Poll. 3, 11.
μητρῐάζω: μητρίζω, Πολυδ. Γ΄, 11.
μητριάζω (Α)λατρεύω τη μητέρα τών Θεών Κυβέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ιάζω].