μητρίζω

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρίζω Medium diacritics: μητρίζω Low diacritics: μητρίζω Capitals: ΜΗΤΡΙΖΩ
Transliteration A: mētrízō Transliteration B: mētrizō Transliteration C: mitrizo Beta Code: mhtri/zw

English (LSJ)

to be possessed by the Mother of the gods, Iamb.Myst.3.9, 10.

German (Pape)

[Seite 179] das Fest der Göttermutter Cybele feiern, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μητρίζω: λατρεύω τὴν μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλην, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 69, κτλ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 832.

Greek Monolingual

μητρίζω (Α)
εμφορούμαι, κατέχομαι από τη μητέρα τών θεών Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ίζω].