ιάζω

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

(I)
ἰάζω (Α) ίον
έχω χρώμα ίου, μενεξέ.
(II)
ἰάζω (Α) [[ιός (ΙV)]
(για τη χολή) είμαι πράσινος.
(III)
ἰάζω (Μ) [ιά (I)]
κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω.
(IV)
ἰάζω (Α) [ιάς]]
ιωνίζω.