ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
(I)ἰάζω (Α) ίονέχω χρώμα ίου, μενεξέ.(II)ἰάζω (Α) [[ιός (ΙV)](για τη χολή) είμαι πράσινος.(III)ἰάζω (Μ) [ιά (I)]κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω.(IV)ἰάζω (Α) [ιάς]]ιωνίζω.