μιαρότητα
Greek Monolingual
Η (Α μιαρότης) μιαρός
το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα
νεοελλ.
1. βεβήλωση
2. μτφ. μόλυνση.
Η (Α μιαρότης) μιαρός
το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα
νεοελλ.
1. βεβήλωση
2. μτφ. μόλυνση.