μιαρότητα

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Η (Α μιαρότης) μιαρός
το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα
νεοελλ.
1. βεβήλωση
2. μτφ. μόλυνση.