σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
η (AM βεβήλωσις) βεβηλώτο να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό.