βεβήλωση

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (AM βεβήλωσις) βεβηλώ
το να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό.