μητροκτησία

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
κληρονομιά από μητρική περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κτησία (< -κτητος < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].