Μικρασιάτης

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα
αυτός που κατοικεί στη Μικρά Ασία ή που κατάγεται από τη Μικρά Ασία, ιδίως αυτός που κατέφυγε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μικρά Ασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χαρ. Άννινο].