πρόσφυγας
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
Greek Monolingual
ο / πρόσφυξ, -υγος, ΝΜΑ, θηλ. πρόσφυγας και προσφυγίνα Ν
νεοελλ.
1. πρόσωπο που υποχρεώνεται από πιεστικές καταστάσεις να εγκαταλείψει τον τόπο της μόνιμης διαμονής του και να καταφύγει σε άλλον (α. «οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας»
8. «πολιτικός πρόσφυγας» γ. «οι πρόσφυγες της Κύπρου» δ. «οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες»)
2. (νομ.) το φυσικό πρόσωπο που έχει χαρακτηριστεί ως τέτοιο βάσει ad hoc ειδικών συνθηκών, καθώς και κάθε πρόσωπο που εξαναγκάζεται, λόγω δικαιολογημένου φόβου, να βρεθεί εκτός τών συνόρων του τόπου ιθαγένειάς του ή του τόπου της συνήθους εγκατάστασής του, λόγω τών γλωσσικών, θρησκευτικών, φυλετικών ή πολιτικών διαφορών του με την εκεί εξουσία
μσν.
λιποτάκτης
μσν.-αρχ.
1. πρόσωπο που καταφεύγει κάπου για να ζητήσει προστασία («πρόσφυξ θεοῦ», Φίλ.)
2. πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -φυξ (< θ. φυγ- του φεύγω, πρβλ. ἔ-φυγ-ον), πρβλ. πρό-φυξ. Ο νεοελλ. τ. πρόσφυγας < πρόσφυξ, -υγος, κατά τα αρσ. σε -ας].